- πετραίος
- -αία, -ον, θηλ. και -αίη, Α [πέτρα]1. αυτός που ανήκει στην πέτρα, στον βράχο (α. «σκιὴ πετραία», Ησίοδ.β. «ἠχὼ πετραία», Κωμ. Αδ.)2. εκείνος που ζει στις πέτρες, στους βράχους (α. «Σκύλλην πετραίην», Ομ. Οδ. β. «ὄρνις πετραῑος», Αισχύλ. γ. «Νύμφαι πετραῑαι», Ευρ.δ. «συκῆ πετραίη», Αρχίλ.)2. πέτρινος (α. «τάφος πετραῑος», Σοφ.β. «πετραίαν στέγην», Ευρ.γ. «πετραῑα ἄντρα», Απολλ. Ρόδ.)3. (για τόπους) βραχώδης, πετρώδης («πετραία Σκύρος», Σοφ.)4. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Πετραῑοςπροσωνυμία τού Ποσειδώνος στη Θεσσαλία5. το θηλ. ως ουσ. ἡ πετραίαη κάππαρη6. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ πετραῑονα) το φυτό ασπάραγοςβ) το φυτό πετροσέλινο7. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πετραῑατα πετρόψαρα.
Dictionary of Greek. 2013.